- ναυπρύτανις
- ναυ-πρύτᾰνις [pron. full] [ῠ], ιος, ὁ,A ruling ships or the sea,
δαίμων Pi. Pae.6.130
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαίμων Pi. Pae.6.130
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυπρύτανις — ναυπρύτανις, ὁ (Α) 1. αυτός που διοικεί τα πλοία 2. (για θεό) αυτός που είναι κυρίαρχος τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πρύτανις] … Dictionary of Greek
ναυπρύτανιν — ναυπρύτανις ruling ships fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek